- λυπόματος
- λυπόματος, -ον (Μ)αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχό-ματος, πονό-ματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek